-Γιατί δεν έρχεσαι
μια φορά να τον γνωρίσεις καλύτερα;
είναι καλό παιδί;
-Και τί να
συζητήσουμε; για το ποδόσφαιρο; Δε μου
αρέσει ο τρόπος που με κοίταγε την άλλη
φορά. Κι από τι μου λες δεν έχει και
κάποια σχέση. Πως να βρει άλλωστε;
Μονόχνωτος και στερεοτυπικός μισογύνης
μαμάκιας! Σε ζηλεύει, να τον προσέχεις.
-Δεν έχεις δίκιο,
στο σχολείο του οι μαθητές τον λατρεύουνε,
άλλωστε είναι πιο ενδιαφέρων από τις
φίλες σου.
-Ας μην τσακωθούμε
τώρα για το Θανάση!!
-Συγγνώμη Σώτη,
δεν ήθελα...
-Δε πειράζει!
Με ένα φιλί στο
μέτωπο κι ένα χάδι στα μαλλιά το θέμα
έληξε και σε μισό λεπτό αποκοιμήθηκε!
Η Σώτη, ο λυκειακός
του έρωτας! Μαζί ήρθαν για να σπουδάσουν.
Παρόλο που ήταν σε διαφορετικές σχολές
ή ίσως και γι αυτό δε χώρισαν στο
πανεπιστήμιο. Και μετά το πτυχίο, το
επισημοποίησαν και μένουνε μαζί, τέσσερα
χρόνια τώρα.
Η Σώτη δεν είχε
δουλειά. Σα φοιτήτρια δούλευε σε κοινωνικά
προγράμματα κι έβγαινε το χαρτζιλίκι,
σα κανονική κοινωνιολόγος όμως ήταν
όπως όλοι του σιναφιού στα αζήτητα.
Ο Γιώργος πιο
τυχερός σα φυσικός, είχε προλάβει να
δώσει εξετάσεις στον τελευταίο διαγωνισμό
που έγινε πριν την κρίση και να διοριστεί
σε σχολείο. Με τη δουλειά του πλήρωνε
τη στέγη τους εξορίζοντας μέρα με τη
μέρα μακρύτερα τα όνειρα για έρευνα σε
κάποιο εργαστήριο. Όχι πως δε του άρεσε
το σχολείο. Να δουλεύεις με παιδιά,
ειδικά όσο είσαι ακόμα νέος κι έχεις
όρεξη...Και με τους συναδέλφους καλά τα
πήγαινε. Αν και η Σώτη ζήλευε λίγο την
Ελένη που του τρίβονταν, κατά τη Σώτη.
Γι αυτό και δεν τον συνόδευε ποτέ στις
εξόδους που έκαναν πριν τις διακοπές
των Χριστουγέννων ή στα ούζα που είχαν
καθιερώσει μετά τις εξετάσεις του
καλοκαιριού. Έτσι την έδειχνε η Σώτη τη
δυσαρέσκειά της. Χωρίς γκρίνιες, μόνο
με την απουσία της. Δε μπορούσε να της
πει τίποτα.
Ο Γιώργος δεν
ήταν ποτέ η ψυχή της παρέας. Ήταν αυτό
που λέμε το καλό παιδί. Ο άνθρωπος που
μάλλον συμπλήρωνε το ντεκόρ αλλά και
μπορούσες να ξεχάσεις να καλέσεις στην
ομαδική εκδρομή στο Σούνιο. Μετά το
πανεπιστήμιο, όταν οι παρέα σκόρπισε
του μεινε μόνο ο Θανάσης. Κι αυτός όταν
είχε μπάλα. Ο Θανάσης πήγαινε σε μέρη
που του Γιώργου δεν του άρεσαν. Κι η
μουσική του ανυπόφορη. Αλλά η συνάντηση
στο σπίτι του για την ομαδάρα, ο Θανάσης
είχε συνδρομητική, είχε γίνει θεσμός.
Μια συνήθεια που ξεκίναγε με το Γιώργο
να αγοράζει το ουίσκι στο σουπερμάρκετ
της γειτονιάς και κατέληγε στην
τυποποιημένη ολιγόλεπτη γκρίνια της
Σώτης το βράδυ, λες και δε του φτανε η
ζαλάδα από το ουίσκι κι η χασούρα!
Εκείνο το βράδυ
ο Θανάσης ήταν γερμένος στον καναπέ
κι η ανάσα του βαριά. Με ελαφρά βήματα
πήρε το ποτήρι του και το έπλυνε. Ο
Θανάσης είχε πλακώσει το δικό του.
Έκλεισε την πόρτα χωρίς θόρυβο και βγήκε
στο δρόμο. Ο Θανάσης έμενε σε μια παλιά
διπλοκατοικία στην κορυφή της ανηφόρας.
Λίγο πιο πάνω κι από το τέρμα των
λεωφορείων. Από κάτω μένανε πάντα
φοιτητές. Σπάνια πάνω από δυο χρόνια οι
ίδιοι. Σε αυτά τα σπίτια μόνο φοιτητές
ή εργένηδες μέναν πια. Οι οικογένειες
θέλαν διαμερίσματα με αλουμινένια
κουφώματα. Ο δρόμος μέχρι την αφετηρία
θεοσκότεινος ένιωθες να περπατάς στα
σύννεφα βλέποντας χαμηλά τα φώτα της
πόλης να απλώνονται. Σήκωσε το γιακά
από το μπουφάν και έβαλε τα χέρια στην
τσέπη. Ήξερε πως δε θα ξαναπήγαινε στο
Θανάση αλλά δεν τον ένοιαζε καθόλου.
-Με το Θανάση
τελειώσαμε, της είπε δεν αντέδρασε
καθόλου. Όταν ξύπνησε, η Σώτη είχε βγει.
Θα πέρναγαν δυο
βδομάδες για να γράψουν σε μισό μονόστηλο
οι εφημερίδες ότι βρέθηκε νεκρός ο
Θανάσσης. Κάτι μύριζε άσχημα κι οι
φοιτητές καλέσαν την Αστυνομία. Αλκοόλ
και βαρβιτουρικά δείξαν οι πρώτες
αναλύσεις.
-Γιατί είναι
τόσο κλειστός;
-έλα βρε Ελένη,
πλάκα μου κάνεις;
-Τί; δεν ξέρω!
Και η Μαίρη η
γυμνάστρια της τα είπε όλα στην εφημερία.
Ακροβολισμένες στη μικρή πύλη βλέπανε
όλο το προαύλιο, η Μαίρη μίλαγε κι η Ελένη
δε μπορούσε να το πιστέψει. Πως ο Γιώργος
έχασε τα λογικά του όταν η Σώτη λίγο πιο
κάτω από το σπίτι τους δεν πρόσεξε και
περνώντας το δρόμο την παρέσυρε λεωφορείο.
Λένε πως είχαν τσακωθεί το πρωί. Στην
κηδεία φαινόταν να κρατάει. Μα μετά
κατέρευσε. Νοσηλεύτηκε για καιρό σε
κλινική και βγήκε από κει με ένα χαρτί
γεμάτο με ονόματα ηρεμιστηκών. Δεν
κρίθηκε επικίνδυνος ή ακατάλληλος και
επέστρεψε στο σχολείο. Ο διευθυντής για
να μην τον ζορίσει του ανέθεσε μόνο
Γεωγραφία. Με τον καιρό ανέλαβε πλήρως.
Όμως κανείς από τους συναδέλφους δεν
ανοίγονταν μπροστά του. Κι αυτός
ακολουθούσε για λίγο στις εξόδους τους
αλλά έφευγε πάντα πρώτος. Κοίταζε πρώτα
το ρολόι του κι έπειτα έφευγε με σπουδή
λες και κάποιος τον περίμενε, τον έρμο.
Δε θα το ξεχάσει
ποτέ ο Γιώργος εκείνο το Σάββατο.
Στολισμένη σα να ήταν βράδυ βγήκε
ταραγμένη αποφεύγοντας να τον κοιτάξει.
Υπέθεσε πως πήγαινε λαϊκή, της άρεσε να
ξοδεύει εκεί τα πρωινά του Σαββάτου. Το
ντύσιμο της δεν κόλλαγε, δε την ρώτησε.
Δυο ώρες μετά τον πήραν τηλέφωνο από
τον Ευαγγελισμό.
Η κηδεία έγινε
την Τρίτη. Φιλοξένησε τους γονείς και
τον αδελφό της. Σπίτι της ήταν άλλωστε.
Σιωπηρή φιλοξενία με εκκωφαντικό πόνο.
Μαύρες φιγούρες σε ένα παλιό ψηλοτάβανο
τριάρι.
Φύγανε την Τρίτη
το βράδυ. Την Τετάρτη πήγε στο ταχυδρομείο
να πάρει το συστημένο. Αναγκαστικά
πέρασε από το σημείο του δυστυχήματος.
Υπέγραψε στο
χαρτί που του έδωσε η υπάλληλος και πήρε
το γράμμα. Του κοπήκαν τα πόδια όταν στο
φάκελο αναγνώρισε τα γράμματά της.
Είχε την
αυτοσυγκράτηση να βγει πρώτα από το
ταχυδρομείο πριν το ανοίξει. Πέντε
γραμμές όλες κι όλες. Τα γράμματα, η
σύνταξη έδειχναν ταραχή. Όλα γύρω του
έγιναν πορτοκαλί, βαθύ πορτοκαλί. Δεν
ξέρει πόση ώρα ή πόσους αιώνες έμεινε
έτσι. Η επόμενη εικόνα που θυμάται είναι
το δωμάτιο στην ψυχιατρική.
“Γιώργο είχα
δίκιο για το Θανάση
Την Τετάρτη που
δεν ήρθες στο μπαρ δεν ένιωθα καλά και
προσφέρθηκε να με γυρίσει. Σταμάτησε
σε μια ερημιά και με βίασε. Να προσέχεις
τους φίλους σου. Να προσέχεις μωρό μου.
Σε αγαπώ
Σωτηρία.”