Κάθε Μεγάλο Σάββατο η ίδια ιστορία. Η αδελφή μου κι εγώ στην εξώπορτα με τον παππού να κοιτάμε τους γείτονες να ανηφορίζουν προς την εκκλησία της γειτονιάς μας, την Αγία Βαρβάρα στη Δάφνη και να φωνάζουμε στους γονείς μας να βιαστούν. Δώδεκα παρά δέκα να ξεκινάμε βλέποντας από μακριά τα αναμμένα κεριά να πληθαίνουν κι η μάνα μου να κοιτάζει πίσω και να ρωτά
-Μητέρα, σίγουρα δε θέλετε να ρθείτε;
-Δεν είμαι εγώ για αυτά, τραβάτε στο καλό, έχω και το φαί
Πάντως μαγειρίτσα δε φάγαμε ποτέ, της βρώμαγε.
Τα χρόνια πέρναγαν, μεγαλώναμε κι αλλάζαμε σπίτια, σχολεία, πόλη, μακριά από τον παππού και τη γιαγιά. Το μόνο αναλλοίωτο η άρνηση της γιαγιάς μου να πλησιάσει σε εκκλησία.
Όταν γεννήθηκε τη βγάλαν Βαγγέλω, η γιαγιά της είχε χάσει ένα παιδί Βαγγέλη και τό χε καημό, αφού δεν τους έκατσε αγόρι δώσαν το όνομα στο κορίτσι. Ο πατέρας της δε μπορούσε να φέρει αντίρρηση, είχε φύγει λίγους μήνες νωρίτερα για την Αμερική, μετανάστης. Ήταν παράδοση στη Λευκάδα οι άντρες να χάνονται νωρίς, είτε σε πολέμους, είτε μετανάστες σ' Αμερική κι Αυστραλία. Ο προπάππος μου τα κατάφερε και τα δυο, Γύρισε από την Αμερική για να πολεμήσει στους Βαλκανικούς και πέθανε από τις κακουχίες. Πέρασε κι ένα φεγγάρι από το χωριό ίσα-ίσα για να αφήσει στη γυναίκα του άλλο ένα παιδί να το μεγαλώσει μόνη της. Και μιας κι ήταν αγόρι το βγάλαν Βαγγέλη.
Τα δυο ορφανά μεγάλωσαν με τον πικρό ιδρώτα της μητέρας Άννας και την υπερβολική αδυναμία της γιαγιάς. Η τελευταία το είχε βάλει κι όρο να μη τους λείψει τίποτα για να μη τα λυπούνται. Έγραψε και στα αδέλφια της στη Αμερική και στέλνανε λεφτά και ρούχα. Ο Βαγγέλης έβγαλε το Γυμνάσιο κι η Βαγγέλω έγινε μοδίστρα, περιζήτητη στην περιοχή. Της πήραν και μια μηχανή Singer, χειροκίνητη που δουλεύει ακόμα και σήμερα και την έχει η ξενιτεμένη αδελφούλα μου στο Λονδίνο. (Βαγγέλω κι αυτή στο πιο εξυγχρονισμένο!)
Όταν πάτησε τα δεκάξι αρχίσαν οι προτάσεις για παντρειά αλλά της Βαγγέλως δεν της γέμιζαν το μάτι. Δεν ήθελε να γίνει ένα ακόμα κεφάλι ανάμεσα στα ζώα κάποιου άξεστου χωριάτη. Όταν ξέσπασε ο πόλεμος θες που ήταν ήδη εικοσιπέντε θες που είχε άλλες έννοιες ο κόσμος την αφήσαν στην ησυχία της.
Με τη λήξη του πολέμου έγινε το προξενιό με τον παππού μου. Μόλις τον είδε συμφώνησε. Δεν ήταν όμορφος, αλλά ήταν νέος, μικρότερός της, δυνατός και με καθαρό βλέμμα. Όταν την πήρε νύφη στο χωριό του το πρώτο κιόλας βράδυ της είπε πως θα δουλεύει σκληρά για να μην τους λείπουν τα βασικά αλλά δε θα έχουν πολυτέλειες. Κι αυτή του είπε πως δε τη νοιάζει αρκεί να μην την κακομεταχειρίζεται.
-Δεν είμαι τέτοιος άνθρωπος, της αποκρίθηκε, ούτε στα χωράφια θα πατήσει το πόδι σου.
Λίγα χρόνια μετά τον εμφύλιο βρίσκονται νοικοκυρεμένοι στην Πρέβεζα. Διαφορετικοί χαρακτήρες. Η Βαγγέλω περήφανη, νευρική, ανυπόμονη και καυστική. Ο Σταύρος καλόγνωμος και κοινωνικός. Τους ενώνει όμως η αγάπη για τον πατέρα μου που έχουν συμφωνήσει να μείνει το μόναχοπαίδι τους φυσικά "για να μη του λείψει τίποτα" μόνο που τώρα έχει προστεθεί και το "για να σπουδάσει, να ζήσει καλύτερα από μας"
Σε μια γύρα στη γειτονιά πέφτει πάνω στον παπά της ενορίας
-Βαγγέλω να σε ρωτήσω κάτι, γιατί δεν κάνετε κι άλλα παιδιά με το Σταύρο;
-Γιατί είμαστε φτωχοί και δε θα μπορέσουμε να τα μεγαλώσουμε όπως θέλουμε
-Αυτό που λες είναι μεγάλη αμαρτία, έχει ο Θεός!
- Εμείς όμως δεν έχουμε, αν μας δώσει ο Θεός το συζητάμε με το Σταύρο. Αλλά εσένα δε σου πέφτει λόγος τί κάνουμε σπίτι μας. Αυτό είναι αμαρτία!
Γύρισε σπίτι ευχαριστημένη από την απάντηση αλλά και φουρκισμένη για το θράσσος του παπά. Δεν είπε τίποτα σε κανένα απλά αποφάσισε πως σε εκκλησία δε θα ξαναπατήσει.
Φοιτητής αρκετά βράδια αναζητούσα τη ζεστασιά τους. Ένα από αυτά χαζεύαμε στην τηλεόραση ένα απόσπασμα "Σαν Σήμερα" που έλεγε για τις σουφραζέτες. Η γιαγιά χασκογελά:
-Αυτές είχαν λεφτά και τα βρίσκαν εύκολα. Εγώ ήμουν πραγματική φεμινίστρια!
-Μητέρα, σίγουρα δε θέλετε να ρθείτε;
-Δεν είμαι εγώ για αυτά, τραβάτε στο καλό, έχω και το φαί
Πάντως μαγειρίτσα δε φάγαμε ποτέ, της βρώμαγε.
Τα χρόνια πέρναγαν, μεγαλώναμε κι αλλάζαμε σπίτια, σχολεία, πόλη, μακριά από τον παππού και τη γιαγιά. Το μόνο αναλλοίωτο η άρνηση της γιαγιάς μου να πλησιάσει σε εκκλησία.
Όταν γεννήθηκε τη βγάλαν Βαγγέλω, η γιαγιά της είχε χάσει ένα παιδί Βαγγέλη και τό χε καημό, αφού δεν τους έκατσε αγόρι δώσαν το όνομα στο κορίτσι. Ο πατέρας της δε μπορούσε να φέρει αντίρρηση, είχε φύγει λίγους μήνες νωρίτερα για την Αμερική, μετανάστης. Ήταν παράδοση στη Λευκάδα οι άντρες να χάνονται νωρίς, είτε σε πολέμους, είτε μετανάστες σ' Αμερική κι Αυστραλία. Ο προπάππος μου τα κατάφερε και τα δυο, Γύρισε από την Αμερική για να πολεμήσει στους Βαλκανικούς και πέθανε από τις κακουχίες. Πέρασε κι ένα φεγγάρι από το χωριό ίσα-ίσα για να αφήσει στη γυναίκα του άλλο ένα παιδί να το μεγαλώσει μόνη της. Και μιας κι ήταν αγόρι το βγάλαν Βαγγέλη.
Τα δυο ορφανά μεγάλωσαν με τον πικρό ιδρώτα της μητέρας Άννας και την υπερβολική αδυναμία της γιαγιάς. Η τελευταία το είχε βάλει κι όρο να μη τους λείψει τίποτα για να μη τα λυπούνται. Έγραψε και στα αδέλφια της στη Αμερική και στέλνανε λεφτά και ρούχα. Ο Βαγγέλης έβγαλε το Γυμνάσιο κι η Βαγγέλω έγινε μοδίστρα, περιζήτητη στην περιοχή. Της πήραν και μια μηχανή Singer, χειροκίνητη που δουλεύει ακόμα και σήμερα και την έχει η ξενιτεμένη αδελφούλα μου στο Λονδίνο. (Βαγγέλω κι αυτή στο πιο εξυγχρονισμένο!)
Όταν πάτησε τα δεκάξι αρχίσαν οι προτάσεις για παντρειά αλλά της Βαγγέλως δεν της γέμιζαν το μάτι. Δεν ήθελε να γίνει ένα ακόμα κεφάλι ανάμεσα στα ζώα κάποιου άξεστου χωριάτη. Όταν ξέσπασε ο πόλεμος θες που ήταν ήδη εικοσιπέντε θες που είχε άλλες έννοιες ο κόσμος την αφήσαν στην ησυχία της.
Με τη λήξη του πολέμου έγινε το προξενιό με τον παππού μου. Μόλις τον είδε συμφώνησε. Δεν ήταν όμορφος, αλλά ήταν νέος, μικρότερός της, δυνατός και με καθαρό βλέμμα. Όταν την πήρε νύφη στο χωριό του το πρώτο κιόλας βράδυ της είπε πως θα δουλεύει σκληρά για να μην τους λείπουν τα βασικά αλλά δε θα έχουν πολυτέλειες. Κι αυτή του είπε πως δε τη νοιάζει αρκεί να μην την κακομεταχειρίζεται.
-Δεν είμαι τέτοιος άνθρωπος, της αποκρίθηκε, ούτε στα χωράφια θα πατήσει το πόδι σου.
Λίγα χρόνια μετά τον εμφύλιο βρίσκονται νοικοκυρεμένοι στην Πρέβεζα. Διαφορετικοί χαρακτήρες. Η Βαγγέλω περήφανη, νευρική, ανυπόμονη και καυστική. Ο Σταύρος καλόγνωμος και κοινωνικός. Τους ενώνει όμως η αγάπη για τον πατέρα μου που έχουν συμφωνήσει να μείνει το μόναχοπαίδι τους φυσικά "για να μη του λείψει τίποτα" μόνο που τώρα έχει προστεθεί και το "για να σπουδάσει, να ζήσει καλύτερα από μας"
Σε μια γύρα στη γειτονιά πέφτει πάνω στον παπά της ενορίας
-Βαγγέλω να σε ρωτήσω κάτι, γιατί δεν κάνετε κι άλλα παιδιά με το Σταύρο;
-Γιατί είμαστε φτωχοί και δε θα μπορέσουμε να τα μεγαλώσουμε όπως θέλουμε
-Αυτό που λες είναι μεγάλη αμαρτία, έχει ο Θεός!
- Εμείς όμως δεν έχουμε, αν μας δώσει ο Θεός το συζητάμε με το Σταύρο. Αλλά εσένα δε σου πέφτει λόγος τί κάνουμε σπίτι μας. Αυτό είναι αμαρτία!
Γύρισε σπίτι ευχαριστημένη από την απάντηση αλλά και φουρκισμένη για το θράσσος του παπά. Δεν είπε τίποτα σε κανένα απλά αποφάσισε πως σε εκκλησία δε θα ξαναπατήσει.
Φοιτητής αρκετά βράδια αναζητούσα τη ζεστασιά τους. Ένα από αυτά χαζεύαμε στην τηλεόραση ένα απόσπασμα "Σαν Σήμερα" που έλεγε για τις σουφραζέτες. Η γιαγιά χασκογελά:
-Αυτές είχαν λεφτά και τα βρίσκαν εύκολα. Εγώ ήμουν πραγματική φεμινίστρια!
(Η Βαγγέλω, πρώτη από δεξιά, με την οικογένεια του Σταύρου στην Πρέβεζα)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου