Πάνε τώρα κάποια χρόνια από τότε που έκανα το διδακτορικό μου στο Λονδίνο και οι μνήμες είναι τυλιγμένες με την ομίχλη της νοσταλγίας που κρύβει τις ατέλειες και δείχνει τα πάντα λίγο θολά και όμορφα. Μερικές από τις πιο όμορφες μνήμες τις έχω από το Sedir. Το Sedir είναι ένα τούρκικο εστιατόριο στην περιοχή του Angel κοντά στο Σίτι του Λονδίνου. Αν το Σίτι το πρωί ξεχειλίζει από τις ομοιόμορφες σκληρές γραμμές των αγγλικών κουστουμιών το έιντζελ το βράδυ γεμίζει από ανθρώπους που νοσταλγούν ζεστότερα μέρη. Στις παμπ Αυστραλοί που αναπολούν το κολύμπι πάνω από τεράστιους καρχαρίες, ιταλικά εστιατόρια που αν μιλάς μόνο αγγλικά παραγγένεις λάθος, Άγγλοι με κοσμοπολίτικη διάθεση τρώνε γερμανικά λουκάνικα, τίκα μασάλα ή να προσπαθούν να δείξουν άνετοι με το να μοιράζονται τάπας από το ίδιο πιάτο. Σε ένα δρόμο κάθετο στον κεντρικό βρίσκεται το Sedir που αυτοδιαφημίζεται στην ταμπέλα του ως μεσογειακή κουζίνα.
Το καλύτερο πιάτο του το Ισκεντέρ, πικάντικο γιαυρτλού αρνίσιο που το καταβροχθίζαμε με κόκκινο πολίτικο κρασί ή μπύρες Εφές Πίλσνερ. Η παρέα μου κυρίως Έλληνες, μεταπτυχιακοί φοιτητές στο Λονδίνο, ο Τζίμης που είναι τώρα καθηγητής στο Κίνγκστον. η Ερμίνα η πρώτη μου συγκάτοικος στο Λονδίνο, ο Μάνος από τα Εξάρχεια που μετά από μια δεκαετία στην Αγγλία εξακολουθούσε κάθε πρωί να πίνει καφέ ελληνικό και να καπίζει καρέλια. Σύντομα προστέθηκε στην παρέα και η Έλενα και ακόμα πιο σύντομα γίναμε ζευγάρι.
Το Sedir ήταν η πιο συχνή έξοδος μετά το πανεπιστήμιο, οι πιο πολύ είμαστε στο πανεπιστήμιο του Σίτι, ένα τέταρτο περπάτημα. Όταν οι τσέπες μας ήταν γεμάτες πίναμε κρασί και το τραπέζι ξεχείλισε από μεζέδες, άμα είμαστε στριμωγμένοι παραγγέλναμε μόνο τα κυρίως και μια μπύρα ο καθένας. Και τότε συνέβαινε το μαγικό στο τραπέζι να προσγειώνονταί πάλι μεζέδες που δεν είχαμε παραγγείλει. Κέρασμα από το μαγαζί έλεγε ο σερβιτόρος γελαστός ο οποίος ήταν πάντα ο ίδιος, μας είχε αναλάβει εργολαβικά. Φεύγοντας μια φορά του έδωσα το χέρι και του είπα το όνομά μου. "Εγώ είμαι ο Γιουκσέλ" μου αποκρίθηκε.
Την επόμενη φορά με χαιρέτησε με το όνομά μου και μου έδωσε συγχαρητήρια για κάποια επιτυχία του Παναθηναϊκού στο Τάμπιονς Λιγκ ,του απάντησα γελαστά ότι είμαι δυσαρεστημένος ως Ολυμπιακός αλλά του αναπέδωσα τα συχαρίκια για τη Γαλατά σαράι που εκείνη τη χρονιά έσκιζε. "Όμως εγώ είμαι Φενέρμπαχτσέ" είπε ο Γιουκσέλ και από τότε χάρη στο ποδόσφαιρο οι τυπικότητες πήγαν περίπατο.
Ο Γιουκσέλ όταν είχε χρόνο καθόταν στο τραπέζι μας φέρνοντας καζαν ντιπί και καφέ ψημένο με ροδόνερο σε μπρίκι, ξεδιπλώνοντας κομμάτια της ιστορίας του, πως έφυγε από την Τουρκία στα δεκαοχω του για να μην πάει φαντάρος και τον στείλουν να πολεμίσει τους ομοεθνείς του στο Κουρδιστάν, το γάμο του με μια σκοτσέζα που δεν κράτησε, την νοσταλγία που μεγάλωνε κάθε μέρα από αυτά τα δεκαοχτώ χρόνια που είχε στην Αγγλία και δεν μπορούσε να γυρίσει πίσω εκεί που τον περίμενε μια μάνα, δυο αδέλφια, ανίψια που δεν γνώριζε παρά μόνο τη φωνή τους στο τηλέφωνο και ένα στρατοδικείο για λιποταξία.
Τ' αφεντικά του μαγαζιού μου εξήγησαν μια μέρα πως ανήκουν σε μια αίρεση του Ισλάμ με πολλά σοσιαλιστικά στοιχεία η οποία διώκεται στην Τουρκία, πως αρνούνται να πάνε σε τζαμιά, να πιστέψουν σε ιμάμηδες και πως ο Γιουκσέλ ανήκει στην ίδια αίρεση. Μόνο που αυτοί ήταν με την Μπεσίκτας, την πραγματική λαϊκή ομάδα της Πόλης.
Ο Γιουκσέλ ήταν ψηλός σαν νταγκλάρ που σημαίνει βουνό, μελαχρινός και αρρενωπός. Ένα διάστημα τα είχε με μια πιτσιρίκα σερβιτόρα από το Μποντρούμ που το όνομά της δεν το έμαθα ποτέ σωστά και τώρα το έχω ξεχάσει. Αρχίσαμε να βγαίνουμε ζευγάρια όταν είχε ρεπό και μας πήγαινε με το αυτοκίνητο του στην Γριν Λέινς μια περιοχή κοντά στο γήπεδο της Άρσεναλ όπου έμεναν κυρίως Τούρκοι, Κούρδοι και Κύπριοι και των δύο φυλών. Στον κεντρικό δρόμο τα μαγαζιά είχαν επιγραφές στα ελληνικά και στα τούρκικα, μανάβικα με ελληνικό λάδι, όσπρια και κρασί, φούρνοι με γλυκά που μύριζαν αληθινό βούτυρο και σιροπιαστά βγαλμένα από αραβικά παραμύθια. Συνήθως πηγαίναμε στο Ντιγιαρμπακίρ, ένα εστιατόριο ομώνυμο της πολύπαθης κουρδικής πόλης, που δεν σέρβιραν αλκοόλ αλλά το φαγητό ήταν εντελώς ανατολίτικο και καθόλου τουριστικό. Οι κουβέντες μας στρέφονταν γύρω από τις εικόνες της Πόλης όπως τις φύλαγε ο Γιουκσέλ, για τις κοινές συνήθειες, για τη ζωή στις δύο χώρες την τόσο διαφορετική από τη ζωή στην Αγγλία.
Ένα βράδυ, περνόντας έξω από το Σεντίρ, μπήκα να πω μα καλησπέρα. Ο Γιουκσέλ πνίγονταν στη δουλειά αλλά τα μούτρα του έλαμπαν σαν φεγγάρι στα νερά του Βόσπορου. Πάρε την Έλενα κι ελάτε την ώρα που κλείνουμε, κατά τις δώδεκα μου είπε. Όταν πήγαμε, είχαν κλείσει τα φώτα της σάλας και οι μάγειρες, οι σερβιτόροι και τα αφεντικά τσιμπολογούσαν και πίνανε χαλαροί στον προθάλαμο της κουζίνας. Κάτσαμε και μας βάλανε κρασί. Ένας κοντούλης που δεν τον είχα ξαναδεί μας χαιρέτησε με ζωηρές χειραψίες, κωμικές χειρονομίες και μια γλώσσα ροδάνι στα τούρκικα. "Ο ξάδελφός μου", είπε ο Γιουκσέλ, "πάμφτωχος, έφυγε από την Ισταμπούλ για την Κύπρο αλλά και κει δεν έβρισκε μόνιμη δουλείά και τώρα ήρθε σε μένα". Ο ξάδελφος, που δε μιλούσε γρι αγγλικά, κούναγε κωμικά το κεφάλι επιβεβαιώνοντας τα λεγόμενα του φίλου μου.
"Γιορτάζουμε τον ερχομό του ξαδέλφου;" ρώτησα.
"Όχι, το βρεταννικό μου διαβατήριο, εγκρίθηκε και την άλλη βδομάδα φεύγω για δεκαπέντε μέρες στην Ισταμπούλ, πείτε μου τί θέλετε να σας φέρω!"
Εκείνο το βράδυ ξημερώσαμε στο μαγαζί με τα φώτα κλειστά, με μεζέδες και κρασί, με ιστορίες προσωπικές, με συγκίνηση και αγάπη. Όταν τέλειωσαν τα περισσεύματα της κουζίνας ο ξάδελφος σαν ελατήριο πετάχτηκε στη γειτονιά και έφερε πατάτες τηγανητές από κάποιο διανυκτερεύον fish 'n chips ενώ ολοένα ξετρύπωνε από την κουζίνα ξηρούς καρπούς και αποξηραμένα βερύκοκα. Μην μπορώντας να μας μιλήσει, μας χτύπαγε φιλικά τα χέρια και μας χαμογελούσε. Κατά τις πέντε το πρωί φιληθήκαμε και χωριστήκαμε.
Από τότε η ζωή του Γιουκσέλ άλλαξε. Τα ταξίδια στην Τουρκία αυξήθηκαν και μαζί τα σχέδια του για την επιστροφή. Σε λίγο καιρό γυρίσαμε στην Ελλάδα. Τα πρώτα χρόνια πηγαίναμε στην Αγγλία συχνά και πάντα επισκεπτόμασταν το Σεντίρ. Όμως ήδη από την πρώτη φορά ο Γιουκσέλ δεν ήταν εκεί. Είχε γυρίσει στην Πόλη. Πήρα το τηλέφωνό του από τα αφεντικά και άφησα το δικό μου. Κάποια φορά τον πήρα και το σήκωσε μια γυναίκα που δε μιλούσε αγγλικά. Έπιασα τη λέξη Άνα που εμείς μπροστά της βάζουμε ένα Μ. Πέρισυ ξαφνικά με πήρα στο κινητό μου ενώ οδηγούσα! Δε μας είχε ξεχάσει, οι δουλειές του πηγαίναν καλά και έπρεπε να τον επισκεφτούμε κι αυτός το ίδιο εμάς. Μείναμε στις υποσχέσεις.
Ο Γιουκσέλ είναι ένας όμορφος άντρας με παιδική καρδιά και ωραίο χαμόγελο, χουβαρντάς και πρόσχαρος, λαϊκός παραδοσιακός και ιππότης. Κι άλλοι τούρκοι που γνώριζα έμοιαζαν στον Γιουκσέλ αλλά από κανένα δεν άκουσα τα λόγια που είπε ο Γιουκσέλ το βράδυ που γιορτάζαμε το διαβατήριό του: "Τους Έλληνες τους αγαπώ γιατί τους νιώθω. Ότι έχουμε σαν παράδοση είναι ελληνικό και τουρκικό ταυτόχρονα και δε μπορεί κανείς να τα χωρίσει. Όποιος Τούρκος δεν αγαπάει την Ελλάδα δεν αγαπάει ούτε την Τουρκία."
Εγώ δεν ξέρω αν αγαπώ την Τουρκία αλλά σίγουρα αγαπώ τους ανθρώπους της. Στην πλειοψηφία τους φτωχοί αλλά γελαστοί και καλόκαρδοι. Φανταζομαι μια μέρα τον εαυτό μου σε ένα καφενείο στο Βόσπορο. Κι ο καφές να μυρίζει ροδόνερο, το καζάν ντιπί βούτυρο και δίπλα μου ο Γιουκσέλ. Να κοιτάμε τα πλοία αμίλητοι σαν δυο φίλοι που δεν έχουν κάτι να πουν γιατί από καιρό τα έχουν πει όλα!
_______________________________________________________
Υ.Γ.: Αυτή την ώρα του εθνικιστικού παροξυσμού, του ρατσισμού και του μίσους η ανάμνηση του Γιουκσέλ με γεμίζει θλίψη για όσα ακούω τριγύρω μου για το άσυλο και τους μετανάστες
Το καλύτερο πιάτο του το Ισκεντέρ, πικάντικο γιαυρτλού αρνίσιο που το καταβροχθίζαμε με κόκκινο πολίτικο κρασί ή μπύρες Εφές Πίλσνερ. Η παρέα μου κυρίως Έλληνες, μεταπτυχιακοί φοιτητές στο Λονδίνο, ο Τζίμης που είναι τώρα καθηγητής στο Κίνγκστον. η Ερμίνα η πρώτη μου συγκάτοικος στο Λονδίνο, ο Μάνος από τα Εξάρχεια που μετά από μια δεκαετία στην Αγγλία εξακολουθούσε κάθε πρωί να πίνει καφέ ελληνικό και να καπίζει καρέλια. Σύντομα προστέθηκε στην παρέα και η Έλενα και ακόμα πιο σύντομα γίναμε ζευγάρι.
Το Sedir ήταν η πιο συχνή έξοδος μετά το πανεπιστήμιο, οι πιο πολύ είμαστε στο πανεπιστήμιο του Σίτι, ένα τέταρτο περπάτημα. Όταν οι τσέπες μας ήταν γεμάτες πίναμε κρασί και το τραπέζι ξεχείλισε από μεζέδες, άμα είμαστε στριμωγμένοι παραγγέλναμε μόνο τα κυρίως και μια μπύρα ο καθένας. Και τότε συνέβαινε το μαγικό στο τραπέζι να προσγειώνονταί πάλι μεζέδες που δεν είχαμε παραγγείλει. Κέρασμα από το μαγαζί έλεγε ο σερβιτόρος γελαστός ο οποίος ήταν πάντα ο ίδιος, μας είχε αναλάβει εργολαβικά. Φεύγοντας μια φορά του έδωσα το χέρι και του είπα το όνομά μου. "Εγώ είμαι ο Γιουκσέλ" μου αποκρίθηκε.
Την επόμενη φορά με χαιρέτησε με το όνομά μου και μου έδωσε συγχαρητήρια για κάποια επιτυχία του Παναθηναϊκού στο Τάμπιονς Λιγκ ,του απάντησα γελαστά ότι είμαι δυσαρεστημένος ως Ολυμπιακός αλλά του αναπέδωσα τα συχαρίκια για τη Γαλατά σαράι που εκείνη τη χρονιά έσκιζε. "Όμως εγώ είμαι Φενέρμπαχτσέ" είπε ο Γιουκσέλ και από τότε χάρη στο ποδόσφαιρο οι τυπικότητες πήγαν περίπατο.
Ο Γιουκσέλ όταν είχε χρόνο καθόταν στο τραπέζι μας φέρνοντας καζαν ντιπί και καφέ ψημένο με ροδόνερο σε μπρίκι, ξεδιπλώνοντας κομμάτια της ιστορίας του, πως έφυγε από την Τουρκία στα δεκαοχω του για να μην πάει φαντάρος και τον στείλουν να πολεμίσει τους ομοεθνείς του στο Κουρδιστάν, το γάμο του με μια σκοτσέζα που δεν κράτησε, την νοσταλγία που μεγάλωνε κάθε μέρα από αυτά τα δεκαοχτώ χρόνια που είχε στην Αγγλία και δεν μπορούσε να γυρίσει πίσω εκεί που τον περίμενε μια μάνα, δυο αδέλφια, ανίψια που δεν γνώριζε παρά μόνο τη φωνή τους στο τηλέφωνο και ένα στρατοδικείο για λιποταξία.
Τ' αφεντικά του μαγαζιού μου εξήγησαν μια μέρα πως ανήκουν σε μια αίρεση του Ισλάμ με πολλά σοσιαλιστικά στοιχεία η οποία διώκεται στην Τουρκία, πως αρνούνται να πάνε σε τζαμιά, να πιστέψουν σε ιμάμηδες και πως ο Γιουκσέλ ανήκει στην ίδια αίρεση. Μόνο που αυτοί ήταν με την Μπεσίκτας, την πραγματική λαϊκή ομάδα της Πόλης.
Ο Γιουκσέλ ήταν ψηλός σαν νταγκλάρ που σημαίνει βουνό, μελαχρινός και αρρενωπός. Ένα διάστημα τα είχε με μια πιτσιρίκα σερβιτόρα από το Μποντρούμ που το όνομά της δεν το έμαθα ποτέ σωστά και τώρα το έχω ξεχάσει. Αρχίσαμε να βγαίνουμε ζευγάρια όταν είχε ρεπό και μας πήγαινε με το αυτοκίνητο του στην Γριν Λέινς μια περιοχή κοντά στο γήπεδο της Άρσεναλ όπου έμεναν κυρίως Τούρκοι, Κούρδοι και Κύπριοι και των δύο φυλών. Στον κεντρικό δρόμο τα μαγαζιά είχαν επιγραφές στα ελληνικά και στα τούρκικα, μανάβικα με ελληνικό λάδι, όσπρια και κρασί, φούρνοι με γλυκά που μύριζαν αληθινό βούτυρο και σιροπιαστά βγαλμένα από αραβικά παραμύθια. Συνήθως πηγαίναμε στο Ντιγιαρμπακίρ, ένα εστιατόριο ομώνυμο της πολύπαθης κουρδικής πόλης, που δεν σέρβιραν αλκοόλ αλλά το φαγητό ήταν εντελώς ανατολίτικο και καθόλου τουριστικό. Οι κουβέντες μας στρέφονταν γύρω από τις εικόνες της Πόλης όπως τις φύλαγε ο Γιουκσέλ, για τις κοινές συνήθειες, για τη ζωή στις δύο χώρες την τόσο διαφορετική από τη ζωή στην Αγγλία.
Ένα βράδυ, περνόντας έξω από το Σεντίρ, μπήκα να πω μα καλησπέρα. Ο Γιουκσέλ πνίγονταν στη δουλειά αλλά τα μούτρα του έλαμπαν σαν φεγγάρι στα νερά του Βόσπορου. Πάρε την Έλενα κι ελάτε την ώρα που κλείνουμε, κατά τις δώδεκα μου είπε. Όταν πήγαμε, είχαν κλείσει τα φώτα της σάλας και οι μάγειρες, οι σερβιτόροι και τα αφεντικά τσιμπολογούσαν και πίνανε χαλαροί στον προθάλαμο της κουζίνας. Κάτσαμε και μας βάλανε κρασί. Ένας κοντούλης που δεν τον είχα ξαναδεί μας χαιρέτησε με ζωηρές χειραψίες, κωμικές χειρονομίες και μια γλώσσα ροδάνι στα τούρκικα. "Ο ξάδελφός μου", είπε ο Γιουκσέλ, "πάμφτωχος, έφυγε από την Ισταμπούλ για την Κύπρο αλλά και κει δεν έβρισκε μόνιμη δουλείά και τώρα ήρθε σε μένα". Ο ξάδελφος, που δε μιλούσε γρι αγγλικά, κούναγε κωμικά το κεφάλι επιβεβαιώνοντας τα λεγόμενα του φίλου μου.
"Γιορτάζουμε τον ερχομό του ξαδέλφου;" ρώτησα.
"Όχι, το βρεταννικό μου διαβατήριο, εγκρίθηκε και την άλλη βδομάδα φεύγω για δεκαπέντε μέρες στην Ισταμπούλ, πείτε μου τί θέλετε να σας φέρω!"
Εκείνο το βράδυ ξημερώσαμε στο μαγαζί με τα φώτα κλειστά, με μεζέδες και κρασί, με ιστορίες προσωπικές, με συγκίνηση και αγάπη. Όταν τέλειωσαν τα περισσεύματα της κουζίνας ο ξάδελφος σαν ελατήριο πετάχτηκε στη γειτονιά και έφερε πατάτες τηγανητές από κάποιο διανυκτερεύον fish 'n chips ενώ ολοένα ξετρύπωνε από την κουζίνα ξηρούς καρπούς και αποξηραμένα βερύκοκα. Μην μπορώντας να μας μιλήσει, μας χτύπαγε φιλικά τα χέρια και μας χαμογελούσε. Κατά τις πέντε το πρωί φιληθήκαμε και χωριστήκαμε.
Από τότε η ζωή του Γιουκσέλ άλλαξε. Τα ταξίδια στην Τουρκία αυξήθηκαν και μαζί τα σχέδια του για την επιστροφή. Σε λίγο καιρό γυρίσαμε στην Ελλάδα. Τα πρώτα χρόνια πηγαίναμε στην Αγγλία συχνά και πάντα επισκεπτόμασταν το Σεντίρ. Όμως ήδη από την πρώτη φορά ο Γιουκσέλ δεν ήταν εκεί. Είχε γυρίσει στην Πόλη. Πήρα το τηλέφωνό του από τα αφεντικά και άφησα το δικό μου. Κάποια φορά τον πήρα και το σήκωσε μια γυναίκα που δε μιλούσε αγγλικά. Έπιασα τη λέξη Άνα που εμείς μπροστά της βάζουμε ένα Μ. Πέρισυ ξαφνικά με πήρα στο κινητό μου ενώ οδηγούσα! Δε μας είχε ξεχάσει, οι δουλειές του πηγαίναν καλά και έπρεπε να τον επισκεφτούμε κι αυτός το ίδιο εμάς. Μείναμε στις υποσχέσεις.
Ο Γιουκσέλ είναι ένας όμορφος άντρας με παιδική καρδιά και ωραίο χαμόγελο, χουβαρντάς και πρόσχαρος, λαϊκός παραδοσιακός και ιππότης. Κι άλλοι τούρκοι που γνώριζα έμοιαζαν στον Γιουκσέλ αλλά από κανένα δεν άκουσα τα λόγια που είπε ο Γιουκσέλ το βράδυ που γιορτάζαμε το διαβατήριό του: "Τους Έλληνες τους αγαπώ γιατί τους νιώθω. Ότι έχουμε σαν παράδοση είναι ελληνικό και τουρκικό ταυτόχρονα και δε μπορεί κανείς να τα χωρίσει. Όποιος Τούρκος δεν αγαπάει την Ελλάδα δεν αγαπάει ούτε την Τουρκία."
Εγώ δεν ξέρω αν αγαπώ την Τουρκία αλλά σίγουρα αγαπώ τους ανθρώπους της. Στην πλειοψηφία τους φτωχοί αλλά γελαστοί και καλόκαρδοι. Φανταζομαι μια μέρα τον εαυτό μου σε ένα καφενείο στο Βόσπορο. Κι ο καφές να μυρίζει ροδόνερο, το καζάν ντιπί βούτυρο και δίπλα μου ο Γιουκσέλ. Να κοιτάμε τα πλοία αμίλητοι σαν δυο φίλοι που δεν έχουν κάτι να πουν γιατί από καιρό τα έχουν πει όλα!
_______________________________________________________
Υ.Γ.: Αυτή την ώρα του εθνικιστικού παροξυσμού, του ρατσισμού και του μίσους η ανάμνηση του Γιουκσέλ με γεμίζει θλίψη για όσα ακούω τριγύρω μου για το άσυλο και τους μετανάστες
Άρε μπαγάσα μας συγκίνησες...Δεν αφήνεις για λίγο τα γουρούνια τύπου Παγγάλου και ΓΑΠ, και να κάνεις ένα ταξιδάκι μέχρι Ινσταμπούλ να δεις τον φιλαράκο μας τον Γιουκσέλ, και να μας μεταφέρεις εικόνες και άρωμα ανατολής απ την πόλη?
ΑπάντησηΔιαγραφήΥ.Γ.Όπως τα πας,βλέπω πως τελικά θα καταφέρεις να κάνεις πραγματικότητα κι άλλη μία απ της τρεις παιδικές σου επιθυμίες...