Δευτέρα 30 Απριλίου 2012

Τα γένια του Πολυτεχνείου

Πρώτη φορά πήγα στο Πολυτεχνείο το 1982. Νοέμβρη φυσικά και ο πατέρας μου να με κρατά στο χέρι για να μη χάσει μέσα στην κοσμοσυρροή. Τα μεγάφωνα ανακοινώναν καταθέσεις στεφάνων και αναζητούσαν γιατρούς γιατί πολλοί λιποθυμούσαν από το στρίμωγμα. Ο πατέρας μου αγόρασε φωτογραφίες ασπρόμαυρες που θα έδειχνα με πολύ περηφάνια την άλλη μέρα στο σχολείο και μου διηγούνταν την ιστορία εκείνης της νύχτας. Μου έλεγε ακόμα για τους θείους μου που ήταν στο Πολυτεχνείο και έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο.
Οι θείοι μου ήταν ακόμα νέοι κι έρχονταν να με πάρουν βόλτα με τη μηχανή τους. Είχαν μία σουζούκι από κοινού, μακρυά μαλλιά και μουστάκι. Στο πολυτεχνείο δεν ήταν πολλοί με μουστάκια και γένια, αυτό ήταν μόδα της μεταπολίτευσης. Η αντίδραση στην καταπίεση άργησε αλλά ήρθε δυναμικά με τη μεταπολίτευση. Οι κουρείς περάσανε δύσκολες μέρες, (οι χατζιδακικοί δυσκολότερες νύχτες με το Θεοδωράκη να ακούγεται από κάθε ανοικτό παράθυρο) και η ζιλέτ παραλίγο να έκλεινε την αντιπροσωπία της. Μέχρι και ο χαζωνάκης ο σαχλαμαράς επαναστάτησε κι άφησε δυο δάκτυλα φαβορίτες.
Σύμφωνα με τη σχολική χημεία οι τρίχες έχουν μια χαρακτηριστική οσμή όταν καίγονται, την (κρατηθείτε) "χαρακτηριστική οσμή της καιόμενης τριχός", αυτό ήταν επιστημονική γνώση στα μαθητικά μου χρόνια κι αυτός που το έγραψε έφαγε με χρυσά κουτάλια από τον κρατικό προϋπολογισμό ακριβώς επειδή το μοιράστηκε μαζί μας. Αυτό όμως που δε μάθαμε στο σχολείο για τις τρίχες είναι ότι αν παραμακρύνουν μπερδεύονται. Έτσι τα χρόνια μετά τη μεταπολίτευση οι "αντιστασιακοί" αυξάνονταν με γεωμετρική πρόοδο. Λίγο μακρύ μαλλί, παντελόνι καμπάνα, φαβορίτα και μουστάκι ή γένια και γινόσουν εφάμιλλος του Παναγούλη.
Σε λίγα χρόνια οι μακρυμάλληδες γίναν τόσοι πολλοί που ήρθαν στα πράγματα συγκροτώντας τη "μεγάλη δημοκρατική παράταξη". Το ΜαΣοΚ. Κουτσοί στραβοί στον άγιο παντελεήμονα: παλιοί αναγεννημένοι κεντρώοι, μπον βιβέρ της "αντίστασης εξωτερικού" στιλ άκη, κατά φαντασίαν επαναστάτες της μεταπολίτευσης, παραπλανηθέντες αριστεροί. Μαζί και οι θείοι που κουρεύτηκαν αλλά κρατήσαν το μουστάκι σουβενίρ της νιότης.
Και εγένετο σοσιαλισμός. Η μισή ελλάδα γέμισε τις πολεοδομίες, τις εφορίες, τις ειδικές και γενικές γραμματείες ισότητας, ανισότητας αφοπλισμού κι αποτρίχωσης. Η άλλη μισή δεν μπήκε στο δημόσιο αλλά ανέπτυσσε τον πάντα υγιή ιδιωτικό τομέα της χώρας: Επιδοτήσεις από το δημόσιο και εργολαβίες για το δημόσιο. Οι θείοι μου ανήκαν στο δεύτερο κομμάτι. Το πρωί εργοτάξιο για να χτίσουν τη νέα ελλάδα, το βράδυ ξενύχτια με τους παλιούς συντρόφους που είχαν γίνει πλέον υπουργοί. Κι εκεί μεταξύ τυρού και ουϊσκιού να σχεδιάζονται οι επόμενες κινήσεις για τη χώρα.
Όμως τα χρόνια πέρναγαν, τα πρόσωπα αφράτευαν και δεν τους ταίριαζαν τα μουστάκια. Έτσι μετά το κούρεμα ήρθε το ξύρισμα και ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός. Όσοι ίδρωναν τα ζιβάγκο ακούγοντας τον ανδρέα τώρα έλιωναν τα γόνατα από τα τρουσάρντι στις γονυκλισίες στον σημίτη. Κι αφού ο σοσιαλισμός ήταν ρεαλιτέ και μπαναλιτέ, ανακαλύψανε όλοι το χρηματιστήριο.
Αν το καζίνο ήθελε καλό παντελόνι και χρήματα στην τσέπη, το χρηματιστήριο ήθελε μόνο το δεύτερο και άρα ήταν λαϊκότερο. Αλλά αυτό το όνειρο δεν κράτησε πολύ, ο λαϊκός καπιταλισμός κατέρρευσε κι αντικαταστάθηκε γρήγορα από τον ολυμπιακό ιδεατισμό. Όλη η χώρα δούλευε πλέον για το νέο εθνικό όραμα, την απόδειξη πως το ελληνικό ντι-εν-έι είναι η καλύτερη ντόπα για ένα λαό χωρίς συνείδηση. Η ζαριά έδειχνε εξάρες για κάποια χρόνια. Εργολαβίες για τους λίγους και δουλειές για τους πολλούς.
Όταν τελείωσε κάποια στιγμή και το ολυμπιακό πάρτι έπρεπε να βρεθεί εκ νέου μία εθνική ρητίνη να μας κρατήσει ενωμένους αλλά πλέον η χούντα ήταν μακρινή ιστορία, το χρηματιστήριο πονεμένη και η ολυμπιάδα ένδοξη αλλά παρελθούσα. Επιπλέον οι επιχορηγήσεις στέρευαν και πλάκωσε και η οικονομική κρίση. Και η ρητίνη βρέθηκε: η συλλογική ευθύνη. Μαζί κυβερνήσαμε, μαζί βουτήξαμε το δάκτυλο στο βάζο με το κρατικό μέλι, μαζί τα φάγαμε, τα αφοδεύσαμε, τα ανακυκλώσαμε και τα ξαναφάγαμε. Μπροστάρησα στη συγκόλληση η γενιά του πολυτεχνείου, χωρίς μαλλιά πλέον. Νέο εθνικό στοίχημα μια επανεκκίνηση των πραγμάτων από τους ίδιους ανθρώπους, με άλλα ονόματα. Ανεξάρτητες δράσεις, φιλελεύθερες συμφωνίες, μνημονικές διαπραγματεύσεις, μαρμοτικές επανεκκινήσεις. Νέα συνθήματα όπως ιδιωτικοποίηση του πελατειακού δημοσίου ανακαλύφτηκαν σα να μην ήταν αυτοί οι αποκλειστικοί ευνοημένοι.
(-Εδώ τα καλά ψάρια, εδώ τα καλά ψάρια)
'Ομως η κόλλα δεν έπιασε. Γιατί οι άνθρωποι δεν είναι χαϊλάντερς. Νέοι άνθρωποι, γεννημένοι το 70, το 80, το 90 ήρθαν στο προσκήνιο. Συνεπικουρούμενοι από όσους ήταν μπροστά στα δύσκολα της χούντας αλλά δεν ενσωματώθηκαν στα εύκολα, βγήκαν στο δρόμο αναζητώντας τους δικούς τους μύθους και τα δικά τους οράματα. Το δικό τους μερίδιο στην ευθύνη και τα λάθη. Πάνω απ' όλα όμως τη δική τους ελπίδα.
Οι εκλογές σε λίγες μέρες δε θα βγάλουν νικητή. Το αποτέλεσμα είναι ήδη γνωστό. Επικίνδυνο κατά τη γενιά του πολυτεχνείου, άτολμο για τη γενιά των πλατειών. Το κύριο ατομικό διακύβευμα σε αυτές τις εκλογές κατά τη γνώμη μου είναι η επιλογή του καθενός της γενιάς που ανήκει. Σε αυτές τις εκλογές διαλέγουμε αν είμαστε αυτοί που πεισματικά αρνούνται να φύγουν ή αυτοί που έρχονται από το μέλλον. Η πιο σημαντική απόφαση είναι που θα βρισκόμαστε στις 7 του Μάη.

Υ.Γ. Ο αρχικός τίτλος ήταν "χούντα είναι θα γεράσει" αλλά αυτό αναβιώνει μια παθητικότητα που με τα χρόνια γίνεται ενσωμάτωση και φασισμός
Υ.Γ.2 Με τον πατέρα μου έχω πολλές διαφορές και στην εφηβεία μου η σύγκρουσή μας ήταν σκληρή και για τους δυο μας. Του έχω πει πολλές φορές λόγια σκληρά αλλά του αναγνωρίζω πως ποτέ δεν μου είπε ψέμματα για το ποιος είναι. Μάλλον μετριόφρων υπήρξε ως σήμερα και πάντοτε τίμιος ακόμα και στις λάθος επιλογές του.

1 σχόλιο:

  1. Συγκινητική η αναφορά σου στον πατέρα σου, φίλε. Μου επιβεβαιώνεις την εκτίμηση που τρέφω για την κοσμαντίληψή σου.

    Noir

    ΑπάντησηΔιαγραφή