Πιτσιρικάς τον Κοεμτζή τον ήξερα από διηγήσεις των μεγαλύτερων, μέσες άκρες, και από το τραγούδι του Σαββόπουλου. Την ταινία "Παραγγγελιά" δεν την είδα ποτέ ολόκληρη, την έβρισκα κουραστική. Στις φοιτητικές παρέες όμως, στα ρεμπετάδικα, όταν παίζονταν "οι βεργούλες" ξελαρυγγιαζόμασταν. Πριν εξι-εφτά χρόνια είδα το Νίκο Κοεμτζή από κοντά. Πουλούσε το βιβλίο του στο Μοναστηράκι. Στάθηκα, αγόρασα ένα αντίτυπο και μιλήσαμε λίγη ώρα. Έγραψε μια μακροσκελή αφιέρωση στην πρώτη σελίδα. Δυο βιβλία έχω με αφιέρωση. Του Κοεμτζή και του Πάνου Τζαβέλα το "Ανταρτο-Rock". Δεν είναι τυχαίο. Οι δύο αυτοί άνθρωποι εκπροσωπούν τις δύο όψεις μιας Ελλάδας που δεν έζησα αλλά αγάπησα βαθιά. Από τη μια η Ελλάδα του αντάρτικου, της εξορίας, των εκτελέσεων και του διαρκούς αγώνα, της καταχωνιασμένης ελπίδας. Από την άλλη η Ελλάδα της παραίτησης, του κρυφτού, των καταγωγίων. Δυο Ελλάδες που δεν συναντιώνταν εύκολα αν και ήταν απέναντι από μια τρίτη ελλάδα. Αυτή των συμμάχων, της αντιπαροχής, του παρακράτους, της χούντας και της αστυνομίας. Ο Νίκος προερχόταν από την πρώτη Ελλάδα αλλά βρέθηκε στη δεύτερη. Δεν ξέχασε όμως ποτέ και για αυτό αντέδρασε όπως αντέδρασε το γνωστό βράδυ. Ήταν όμως στη δεύτερη Ελλάδα. Μπουζούκια και παραγγελιές. Κώδικας τιμής του υποκόσμου. Κατάλοιπα των μαγκών ωστόσο, όχι των κουτσαβάκηδων. Αν ο Νίκος δεν κατάγονταν από την πρώτη Ελλάδα ίσως το πράγμα να έληγε με μερικές μπουνιές, με μια κρατηση σε κάποιο αστυνομικό τμήμα, με μια ελαφριά καταδίκη. Αυτό είναι η δική μου ερμηνεία.
Πάντως όταν τον εβλεπα στο Μοναστηράκι ή στην Ευελπίδων τον χαιρέταγα. Έδειχνε να χαίρεται όταν ο κόσμος τον αναγνώριζε και του μίλαγε. Το Μοναστηράκι για μένα είχε απαραίτητα τρία πράγματα. Το δισκάδικο του Μήτσου και του Χρήστου, τα κάστανα δίπλα από το σταθμό το χειμώνα και τον σύντομο χαιρετισμό με τον Κοεμτζή. "Γεια σου κυρ Νίκο" του έλεγα. "Καλημέρα παιδί μου" απάνταγε. Τελευταία φορά τον είδα πριν κάνα μήνα στο Μοναστηράκι. Ήταν στον πάγκο του. Μια καθαρίστρια του δήμου τον χαιρέτησε και πιάσαν κουβέντα. Είχαν μια οικειότητα που πήγαζε από το καθημερινό συναπάντημα στο ίδιο σημείο. Τους χάζεψα για λίγο με ευχαρίστηση και μετά πλησίασα κια εγώ για να αφήσω τη δική μου περαστική "καλημέρα". Αφού δεν πέθανε στη φυλακή ο κυρ Νίκος δεν θα μπορούσε να πεθάνει αλλού από το Μοναστηράκι. Εκεί που ακόμα γυρίζουν δικοί του άνθρωποι. Που τώρα έχουν μια "Καλημέρα" λιγότερη.
Υ.Γ.: Ίσως το τελευταίο τραγούδι του δικού μας Σαββόπουλου. Α ρε Νιόνιο που δειχνες πως θα γινόσουν άλλος