Γκούτσα, Σερβία, 2010 |
Φαραούνηδες σημαίνει από την χώρα των Φαραώ, την αναφέρει ο Λουντέμης στην "Αγέλαστη Άνοιξη". Συνώνυμο του Γύφτος (Αιγύπτιος). Ωστόσο το Αθίγγανος δείχνει μάλλον σωστότερα την καταγωγή τους από την κατώτερη κάστα των Ανέγγιχτων των ινδουιστών. Παντού πολίτες τρίτης κατηγορίας, ακόμα και στα στρατόπεδα συγκέντρωσης των ναζί που ο αφανισμός τους γράφεται σαν υποσημείωση στα βιβλία της ιστορίας.
Όμως αυτοί δεν διαβάζουν ιστορία. Δεν έχουν χρόνο. Μαζεύουν ότι πετάμε, πουλάνε καρέκλες, παίζουνε μουσική στο δρόμο ή στα πανηγύρια, παλιότερα δουλεύανε το σίδερο και στις διηγήσεις των παππούδων μας αρπάζανε τα παιδιά που δεν έτρωγαν το φαγητό τους. Ίσως τα βάζανε να κάνουν παρέα με τα δικά τους πολλά παιδιά που γένναγαν πολύ νέοι γιατί η ζωή τους είναι μικρή. Δεν έχουν χρόνο για πολυτέλειες. Κι αν βρούνε λίγο χρόνο θα πιάσουνε τα όργανα για την πάρτη τους. Όπως έλεγε ο φίλος μου ο Πάνος (υιοθετημένος από τη μικρή της φωτογραφίας τις μέρες που γλεντούσαμε στη Γκούτσα) η μουσική τους είναι η αλληλουχία της ζωής τους. Μοιρολόι και γλέντι, αργοί και ξέφρενοι ρυθμοί, μελωδίες από φάλτσα πνευστά μπορούν να χωρέσουν σε ένα τραγούδι
Τους θυμήθηκα με το ντόρο που έχει γίνει με τις πατάτες χωρίς μεσάζοντες που κάποτε τις μαζεύανε και τις πουλούσαν με τα αγροτικά τους από γειτονιά σε γειτονιά αλλά εμείς μάθαμε στις καθαρές πατάτες του σούπες μάρκετ.
Δεν κρύβω ένα τσιγγάνο μέσα μου. Απλά θαυμασμό για τους αυθεντικούς ανθρώπους που έχουμε μάθει στην καλύτερη περίπτωση να περιφρονούμε. Ένα θαυμασμό που ξεκινά ίσως από την αγάπη του Λουντέμη για τους Ρομά όπως ξεδιπλώνεται στο "Ένα παιδί μετράει τ΄άστρα":
" ...γύφτος: θέλεις ψωμί; λέει.
Και δεν περιμένει. Κόβει ένα μεγάλο κομμάτι και τ' απλώνει.
Το παιδί ντροπιάζεται και στρίβει τα δάχτυλα απ' την αμηχανία.
γύφτος: - Πάρε... λέει ο γύφτος. Να, φα... φα...
Το παιδί δε σαλεύει.
γύφτος: - Φα... φα... επιμένει ο γύφτος. Μπερκέτι...
Τα μάτια του γύφτου έχουν δυνατή στοργή, και ντρέπεται να μην το πάρει. Απλώνει, λοιπόν, και το παίρνει.
γύφτος: Θέλεις αλβά; συνεχίζει ο γύφτος. Πάρε αλβά... Φα...φα...Μπερκέτι...
Στρώνονται εκεί κάτω απ' τη μουργιά και τρώνε. Το σκυλάκι -κείνο το κανελί- το πιάνει και κείνο η ζούλια κι έρχεται και κείνο κοντά να ζητιανέψει. Το ταΐζουνε κι οι δυο με κάτι ψίχουλα...
Χαρισάμενη παρέα κάνουνε κι οι τρεις. Σε λιγάκι ζηλεύουνε κι οι πάπιες κι έρχονται σερνάμενες κουνάμενες να πάρουνε και κείνες μερτικό. Έχουνε γούστο, έτσι που τεντώνουνε το λαιμό τους να πιάσουνε τα ψωμάκια, Κι άμα τους ξεφεύγουνε, τα κυνηγάνε με βουτιές και πεταρίσματα κάτω στο ποτάμι.
Σαν αποφάγανε, ο γύφτος έκανε τα χέρια του κούπα. Τα γέμισε απ' τον ποταμό νερό και ποτίστηκε. Ύστερα ξέπλυνε τα χέρια του, ξαναγέμισε τη χούφτα του... και...
γύφτος: Μπούγιουρουμ... λέει στο παιδί. Πχε.. πχε... Μπερκέτι.
Δεν έκανε τσιριμόνιες ο Μέλιος. ούτε και ξέτασε τα χέρια του, να δει αν ήταν παστρικά. Ήταν τίμια χέρια - αυτό ήξερε... Χέρια φτωχά, δουλεμένα απ' το σφυρί. Του άρεσε κιόλα το νερό. Η καρδιά του ήταν ζεματισμένη, και διψούσε."
Ο Μπίθρος με το Μέλιο μοιραστήκανε πολλά. Συναισθήματα, εμπειρίες, φαγητό, χαρές και λύπες. Όμως σήμερα στην ελλάδα του ευρώ είναι και οι δυο υπό διωγμό. Σα γύφτοι. Το ίδιο για μια ακόμα φορά ο Λουντέμης που δεν αναφέρεται πουθενά. Κι ας συμπληρώνονται φέτος 100 χρόνια από την γέννησή του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου